υποκρινία

υποκρινία
η, Ν
ιατρ. ελάττωση ή ανεπάρκεια τής έκκρισης ενός ή περισσότερων αδένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypocrinie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποκρινικός — ή, ό, Ν [υποκρινία] αυτός που έχει την ιδιότητα να ελαττώνει τις εκκρίσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”